επαρτικός — ἐπαρτικός, ή, όν (Α) [επαίρω] αυτός που επιφέρει έπαρση, πρήξιμο, φούσκωμα … Dictionary of Greek
ἐπαρτικόν — ἐπαρτικός making to rise masc acc sg ἐπαρτικός making to rise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)